μονοκοπανιά

μονοκοπανιά
1. η удар палкой, шестом;
2. επίρρ. сразу; в один приём; без передышки; одним махом;

ήπιε ένα ποτήρι μονοκοπανιά — он залпом выпил стакан


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μονοκοπανιά" в других словарях:

  • μονοκοπανιά — η 1. χτύπημα με κόπανο 2. (ως επίρρ.) μονοκοπανιά και μονοκοπανιάς μεμιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. μον(ο) * + κόπανος] …   Dictionary of Greek

  • μονοκοπανιά — μεμιάς, όλο μαζί, χωρίς διακοπή: Ήπιε το γάλα μονοκοπανιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μονοσκοίνι — επίρρ. μονομιάς, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά, μονορούφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σκοινί] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»